αμφιδέτηση

αμφιδέτηση
η Ναυτ.
η αγκυροβολιά πλοίου και με τις δύο άγκυρες (δεξιά και αριστερή). Συνήθως κατά την αμφιδέτηση οι αλυσίδες τών δύο αγκυρών συνδέονται με έναν αμφιδέτη για να μην μπλεχτούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιδετώ*, πρβλ. αγγλ. mooring with two anchors, mooring by the head].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφιδετώ — ( έω) (για πλοία) στερεώνω, ασφαλίζω με αμφιδέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίδετος. ΠΑΡ. ἀμφιδέτηση] …   Dictionary of Greek

  • αμφίδετος — η, ο (Α ἀμφίδετος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι στερεωμένος με αμφιδετήση αρχ. αυτός που είναι τοποθετημένος ή δεμένος γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω. ΠΑΡ. νεοελλ. ἀμφιδετώ] …   Dictionary of Greek

  • εξαμφιδετώ — έω ναυτ. λύνω άγκυρα ή αλυσίδα από τον αμφιδέτη, ενεργώ αμφιδέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. desaffourcher)] …   Dictionary of Greek

  • στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”